- ανεξάσκητος
- η , ο [ος , ον ]1) нетренированный; необученный; 2) неиспользованный; 3) не применённый на практике
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανεξάσκητος — η, ο αυτός που δεν εξασκήθηκε, δεν απέκτησε πείρα, αμάθητος … Dictionary of Greek